Έφυγε ο Αλέξανδρος Κακαβούλης, η Φροσύνη, η Μαριώ και η Παρασκευή ξανάσμιξαν με τον Αλεκάκη τους...
Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη
Ο Θείος Αλέκος Κακαβούλης έφυγε πλήρης ημερών πριν από 40 μέρες. Ο θείος Αλέκος ανελήφθη στους ουρανούς αποχαιρετώντας την μεγάλη του οικογένεια, παιδιά, εγγόνια και ανήψια από το κρεβάτι του νοσοκομείου όπου είχε εισαχθεί την προηγούμενη μέρα. Είχε κανονίσει ένα μεγάλο παρτυ όπως κάθε χρόνο στην Αγία Παρασκευή, προσκαλώντας τα παιδιά και τα εγγόνια των αδερφιών του από το Κακαβουλέικο. Επέμενε να γίνει αυτό το πάρτυ κι ας βρισκόταν στο νοσοκομείο, επέμενε να γίνει αυτό το πάρτυ μετά το Πάσχα κι ας μην βρισκόμασταν εμείς στην Αθήνα.
Κι ενώ είχαν έρθει όλοι, από Λευκάδα, Αθήνα, ακόμη και από την Κεφαλλονιά, εγγόνια , δισέγγονα τρισέγγονα του παπα Κώστα Κακαβούλη, ο τελευταίος Κακαβούλης αυτού του γένους, ο Αλέξανδρος Κακαβούλης, τους χαιρέτησε μέσα από κάμερα από το νοσοκομείο όπου βρισκόταν. Και χάρηκε που τους είδε και τους έδωσε την ευχή του.
Κι εκείνο το βράδυ ενώ παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα γλεντούσαν ακούστηκε ένα φρού φρού και ήταν η ψυχή του θείου Αλέκου που φτερούγισε στον ουρανό. Εφυγε ανάλαφρος και δικαιωμένος που θωρακίσθηκε μια ολόκληρη ζωή μέσα στην οικογένεια του Κακαβουλέικου.
Απόντες εν ουρανώ ήταν ο πρωτοεγγονός του παπα Κώστα Κακαβούλη, ο Κώστας Σκληρός, η Πεταλούδα μου, η Ντίνα Κακαβούλη, η Λιτσούλα Κακαβούλη και ο Κωστάκης Κακαβούλης. Οι άλλοι έδωσαν το παρόν με κάποιο τρόπο, κάθε οικογένεια είχε στείλει τους αντιπροσώπους της.
Αντιγράφω από το βιογραφικό μυθιστόρημα γύρω από τη ζωή του παππού μου παπα-Κωστα Κακαβούλη ΠΕΤΑΕΙ ΠΕΤΑΕΙ ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ μια σκηνή όμοια με αυτήν της φυγής του θείου Αλέκου:
« Προσευχήθηκε γονατιστός ο παπα-Κωστάγγελος καταθέτοντας όλες τις αγωνίες του για τα παιδιά και τα εγγόνια του. Ζήτησε απο το Θεό του να του χαρίσει δύναμη και ψυχραιμία για να αντιμετωπίσει όλα τα μελλούμενα που του επέφύλασσε η επόμενη μέρα. Ευτυχώς αυτή η δυνατή πίστη του χάριζε μια μοναδική στωικότητα και ελπίδα.
Κι όταν μετά απο ώρα τον πήρε ο ύπνος στην αγκαλιά του είδε ένα παρέξενο όνειρο: Πως πέταγε σε ένα λευκό σύννεφο μαζί με τον εγγονό του τον Κωστάκη. Κι όλο περνούσαν απο νέους τόπους, πρωτόγνωρους και γιορτινούς. Κι όλο αντίκρυζαν ανθρώπους γελαστούς και περίεργους, που τους κοιτούσαν απο κάτω με απορία. Εμοιαζαν οι δύο τους σαν παιδιά σε τούτο το περίεργο ταξίδι!
-Είδες παπού; Πετάει το σύννεφο, αρκεί να το πιστέψεις! Του Είπε ψυθυρίζοντας στ’ αυτί του ο Κωστάκης...»
Ο θείος Αλέκος γεννήθηκε τα δύσκολα προκατοχικά χρόνια και ήταν το όγδοο παιδί του θρυλικού παππού μου παπα-Κώστα Κακαβούλη και της Κωσταντίας Σαββίνου. Οι αριστεροί ανάρτες το 1945 -θαρρώ- σκότωσαν τη γυναίκα του παπά Κώστα στο Σύβρο κι έμειναν ορφανά τα 8 παιδιά . Ο Αλέκος ήταν μόνον 8 χρονών. Έμεινε ορφανός και τον μεγάλωσαν τα αδέρφια του και η θειά Κατερίνα, αδερφή της γιαγιάς μας.
Ο Αλεκάκης ήταν ήσυχος και μελετηρός. Του άρεσαν τα γράμματα, του άρεσε η μάθηση. ‘Εβλεπε τη Βασιλική όπου μεγάλωνε με τα αδέρφια του και το Σύβρο, σαν μικρές τελείες στο μεγάλο χάρτη της ανθρωπότητας. Κι όταν ο παπα-Κώστας μεταφέρθηκε από τον Δεσπότη Δωρόθεο στη Λευκάδα τότε ο Αλέκος συνέχισε στο Γυμνάσιο εκεί με τον αδελφό του το Νίκο κακαβούλη (αργότερα παπα-Νίκο Κακαβούλη).
Εκεί στο δεσποτικό η μαμά μου ήταν βοηθός της νονάς Ιουστίνης, αδελφής του Μητροπολίτου Δωρόθεου και τα δύο αγόρια, ο Αλέκος και ο Νίκος, φοιτούσαν στο Γυμνάσιο Αρρένων Λευκάδας.Έγιναν βοηθοί του Δεσπότη, του κρατούσαν την ποιμαντορική ράβδο, του μετέφεραν τα άμφιά του στη μικρή δερμάτινη βαλίτσα και τα βράδυα του έπλεναν τα πόδια πριν κοιμηθεί γιατί ήταν μεγάλος και κουρασμένος από τα χρόνια και τους αγώνες του.
Ο Νίκος φοίτησε στην Ανωτέρα Εκκλησιαστική Σχολή της Πάτρας με τον πατερούλη μου αλλά ο θείος Αλέκος μπήκε στην Μαράσλειο Ακαδημία κι έγινε δάσκαλος. Εγινε η υπερηφάνεια της οικογένειας, καθώς δεν σταμάτησε στο δασκαλίκι αλλά συνεχώς έκανε μετεκπαιδεύσεις και σεμινάρια κι όλο προόδευε στον τομέα του. ¨Ωσπου γνώρισε την Μιμίκα, την Αγάπη της ζωής του. Ψηλή, μελαχροινή η Μιμίκα Τρελοπούλου , με καταγωγή από την Μικρά Ασία κατοικούσε με την μητέρα της σε μια μονοκατοικία στο κέντρο της Αγίας Παρασκευής. Ακόμη θυμάμαι το λαμπρό γάμο τους στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής , θυμάμαι πως είχαν πάει η μαμά κι ο Αποστολάκης κι εγώ έμεινα πίσω να κλαίω που δεν με πήραν.
Όταν το νιόπαντρο ζευγάρι ήρθε στη Λευκάδα να γνωρίσει την οικογένεια Κακαβούλη με όλη την οικογένεια Τρελοπούλου , τότε εμείς σαν παιδάκια αντιληφθήκαμε τι θα πεί Αθηναϊκή κομψότητα. Ήρθαν με τα ταγεράκια και τις γόβες τους, ενώ οι Λευκαδίτισσες φορούσαν φουστόμπλουζες και οι μαμάδες μας ήταν ντυμένες με την καθημερινή Λευκαδίτικη φορεσιά. Φάνταζαν πολύ εξωτικές στα παιδικά μου μάτια και εγώ μέσα μου ήθελα να γίνω σαν τη θεία Μιμίκα.
Η θεία Μιμίκα φόρεσε την νυφιάτικη φορεσιά της Λευκάδας και φωτογραφήθηκε νιόπαντρη με τον Αλέκο της και όλοι τους χειροκροτήσαμε . Και νοικιάσαμε διάφορα ταξί και κάναμε όλοι μαζί το γύρο της Λευκάδας καταλήγοντας στο πατρικό του Σύβρου όπου η θειά Κατερίνα περίμενε το ζευγάρι να το ταϊσει μέλι και ζάχαρη στο Μπαγανάτο...
Σπουδαγμένος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο ο Αλεκάκης
Ο θείος Αλέκος και η θεία Μιμίκα σύντομα αναχώρησαν για το Εδιμβούργο της Σκωτίας όπου εκείνος θα έκανε μεταπτυχιακό στην Παιδαγωγική Επιστήμη. Η Μίμίκα τον ακολούθησε εγκαταλείποντας την δική της εργασία που ήταν δασκάλα σε Χριστιανικό ιδιωτικό σχολείο.
Εμείς ήμασταν πολύ περήφανοι ομοθημαδόν ως οικογένεια που είχαμε ένα τόσο μορφωμένο θείο και μια Αθηναία κομψότατη θεία, που εκεί έμαθε να ντύνεται με τις καρό σκωτσέζικες φούστες της και την χρυσή παραμάνα να καρφώνει το ύφασμα.
Ο θείος Αλέκος και η θεία Μιμίμα μας επισκέπτονταν κάθε καλοκαίρι στη Λευκάδα και μας έφερναν σκωτσέζικα δώρα. Από ένα κασμιρένιο μαύρο κασκόλ για τον πατερούλη, τον παππού παπα-Κώστα και τον θείο παπα-Νίκο (να το φορούν στους εσπερινούς τις κρύες νύχτες του χειμώνα ή στα σαραντάρια που έβρεχε ολημερίς κι οληνυχτίς) και στη μαμά μου μια κούπα ποσρελάνινη Johnson n Johnson.
Κι εμείς ήμασταν χαρούμενα επαρχιωτάκια, περήφανα που ο μορφωμένος και κοσμογυρισμένος θείος Αλέκος με την καλοβαλμένη θεία Μιμίκα μας σκεφτόνταν και μας αγαπούσαν τόσο.
Εκεί στη Σκωτία-αν δεν απατώμαι- γεννήθηκε ο Κωστάκης τους και νομίζω ότι με αφορμή τα βαφτίσια του επιτέλους γνώρισα την Αθήνα. Η Αθήνα για μένα ήταν ένα όνειρο που το έζησα για πρώτη φορά τελειώνοντας το Δημοτικό και έμεινε στην παιδική μου μνήμη αλώβητο ως σήμερα που πλησιάζω τη δύση της ζωής μου.
Σε τρία χρόνια οι θείοι επέστρεψαν από τη Σκωτία και επειδή τότε υπήρχε η μεγάλη ανοικοδόμηση του 70, πάνω στο πατρικό οικόπεδο της θείας Μιμίκας, έχτισαν επί αντιπαροχή μια πολυκατοικία που βρισκόταν στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής, στο κεντρικότερο σημείο της. Στο μεταξύ, γεννήθηκε και η Εφούλα τους κι έτσι συμπλήρωσαν την όμορφη οικογένειά τους.
Σε αυτό το διαμέρισμα ρετιρέ με τα τεράστια μπακόνια από όπου έβλεπες τον Υμηττό περνούσαμε πολλά μεσημέρια της Κυριακής ως φοιτητές και προπάντων κατά τις επισκέψεις της μαμάς στην Αθήνα. Εκείνη έφερνε Λευκαδίτικη λαδόπιτα, απαγορευμένη για τις πολλές θερμίδες της, αλλά ήθελε να φιλέψει το Αλεκάκι της με το παραδοσιακό γλυκό που το έφτιαχνε τέλεια στη Λευκάδα.
Ο θεία Μιμίκα μας περίμενε για φαγητό με την περίφημη πίτσα της. Α! η θεία Μιμίκα μας έμαθε να τρώμε πίτσα και προπάντων εμένα που ήμουν αλλεργική με το τυρί. Αλλά η θεία Μίμίκα επέμενε να δοκιμάσω την πίτσα της διότι το τυρι γκούντας ήταν άοσμο και άγευστο. Κι έτσι έκτοτε τρώω τυρί μόνο σε πίτσα.
Ο θείος Αλέκος λογιότατος όπως ήταν, ολοκλήρωσε και το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και γενικά διάβαζε διαρκώς και έγραφε βιβλία επιστημονικά πάνω στην ψυχολογία των παιδιών και την παιδαγωγική επιστήμη.
Σιγά σιγά έγινε βοηθός καθηγητής και τελικά εξελέγη Καθηγητής Αναπτυξιακής Ψυχολογίας και Αγωγής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Το συγγραφικό έργο του επικεντρώθηκε κυρίως στην Αναπτυξιακή Ψυχολογία και Αγωγή παιδιών και εφήβων, στις μεταβατικές φάσεις της σχολικής εκπαίδευσης, στον παιδικό αλτρουϊσμό, στην ερωτική αγωγή και στην ψυχολογία του προσώπου.
Εμείς όλο φτερουγίζαμε από την περηφάνεια ως οικογένεια που το ορφανό του παπα-Κώστα, ο βενιαμίν της οικογένειας Κακαβούλη ήταν σπουδαγμένος και είχε γίνει ολόκληρος καθηγητής Πανεπιστημίου. Εκείνος σεμνός και ταπεινός σκυμμένος στα βιβλία του και στα γραπτά του συνέχιζε να αφιερώνει χρόνο στην μετάδοση της γνώσης του.
Από τις πιό όμορφες αναμνήσεις ήταν εκείνο το Πάσχα που ήρθε στο Μοντρεάλ με τη θεία Μιμίκα και επισκεφθήκαμε μαζί τη Νέα Υόρκη. Ο θείος Αλέκος θαύμαζε το μεγαλείο της Αμερικάνικης μητρόπολης και δεν πίστευε πως το ανθρώπινο μυαλό μπορούσε να συλλάβει και να πραγματοποιήσει τόσες παραλλαγές υπερμεγέθους αρχιτεκτονικής που όμως ήταν αρμονική για το θρυλικό Μανχάτταν. Ήταν συνεπαρμένος από το Αμερικάνικο θαύμα.
Ο θείος Αλέκος ενθουσιάσθηκε όταν εκδόθηκε το βιβλίο μου "Πετάει, Πετάει το Σύννεφο» το 2003 , βασισμένο στην πραγματική αυτοβιογραφία του πατέρα του παπα- Κώστα και βρέθηκε σε όλες τις παρουσιάσεις στο πλευρό μου ενθαρρύνοντάς με στο συγγραφικό μου έργο. Πολλές φορές αργότερα, παρόλο που ο ίδιος έγραφε πολύ δημοφιλή παιδαγωγικα βιβλία μου εμήνυε συχνά πως θαύμαζε την μυθοπλαστική μου ικανότητα. Με θάυμαζε και τον θαύμαζα...Ή μάλλον τον θαύμαζα και ήταν το πνευματικό μου είδωλο.
Εκείνος συνέχισε τη συγγραφή επιστημονικών βιβλίων και ήρθε η στιγμή όπου έγραψε το βιβλίο της μεγάλης και λαμπρής οικογενειας του παπα-Κώστα Κακαβούλη καθώς και της οικογένειας Τρελοπούλου, που ήταν η εξ αγχιστείας οικογένεια της θείας Μιμίκας. Ηταν χαρούμενος που μπορούσε να συγκεντρώσει τα ανήψια του και να τους αφηγηθεί τη διαδρομή της οικογένειας όχι μόνο της δικής του αλλά και της λατρεμένης γυναίκας και συνοδοιπόρου του.
Μα μπήκαν χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι...
Και μπήκαν χρόνοι δίσκετοι
και μήνες οργισμένοι...
Έτσι λοιπόν, ο θείος
Αλέκος και η θεία Μιμίκα συνέχιζαν αγαπημένοι και σφιχταγκαλιασμένοι το δρόμο
τους. Είχαν παντρέψει τον Κώστα με την Ιωάννα, την Εφη με τον Κωστή και είχαν αποκτήσει
εγγόνια, την Αλεξάνδρα από το γιό και τους Νικόλα, Αλέξανδρο και Δήμητρα από
την κόρη τους.
Ο θείος Αλέκος συνέχιζε να
διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης και η θεία Μιμίκα τον στήριζε σε κάθε του
βήμα, δίνοντάς του χώρο και χρόνο να αφοσιώνεται παράλληλα στις συγγραφές του. ‘Ηταν
ευτυχισμένοι με τα παιδιά και τα εγγόνια τους και πάντα μια φορά το χρόνο
επισκέπτονταν τη Λευκάδα να κάνουν ένα τρισάγιο στον παππού παπα Κώστα, στη
γιαγιά Κωνσταντίνα και στα αδέρφια που ήταν θαμμένα στο Σύβρο αλλά και στο θείο
παπαΝίκο που είχε πάρει θέση στο νεκροταφείο της Λευκάδας.
Ο θείος Αλέκος πήρε
σύνταξη επιτέλους κι έτσι ήταν πιό ελεύθεροι να ταξιδεύουν σε συνέδρια ανά την
Ευρώπη κυρίως, αφού το μεγάλο ταξίδι του Καναδά και της Αμέρικας το είχαν κάνει
μαζί με την δική μου οικογένεια, κάτι που μας έδεσε για πάντα.
Ο θείος Αλέκος κλεισμένος
στο γραφείο του έγραφε τα επιστημονικά βιβλία του για την ψυχολογία των παιδιών
και των εφήβων με ένα απέραντο σεβασμό προς την ηθική της Χριστιανοσύνης.
Σύντομα τον οδήγησα στον τότε εκδοτικό μου οίκο ΑΡΜΟΣ όπου εξέδωσε τέσσερα νέα
βιβλία, οργανώνοντας υπέροχες εκδηλώσεις και booksignings.
'Ωσπου ήρθαν τα τραγικά
μαντάτα, η λατρεμένη του σύζυγος η Μιμίκα σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα
εκεί μπροστά στο σπίτι τους, περνώντας απέναντι από το δρόμο τους. Και η ζωή
του κόπηκε στα δυό, ένα ακόμη τεράστιο πένθος απλώθηκε στην ζωή του θείου
Αλέκου αλλά και στην οικογένειά μας.
Εκείνος δυνατός με τη
βοήθεια και στην υποστήριξη των παιδιών του ξαναστήθηκε στα πόδια του,
θεωρώντας ότι η απότομη φυγή της Μιμίκας του ήταν θέλημα Θεού. Ετσι πορεύθηκε
με τον Θεό του πάντα οδηγό και απαντοχή στις δυσκολίες του.
Και ενώ είχε αρχίσει να
συνέρχεται, αίφνης έπαθε εγκεφαλικό.Και παρέλυσε, έχασε την ομιλία του, έμεινε
μισός άνθρωπος. Μόνο για λίγο καιρό όμως , διότι με σκληρή φυσικοθεραπεία και
τεράστια προσπάθεια άρχισε να περπατάει και να επανέρχεται. Του έμεινε μια
δυσκολία στην ομιλία του αλλά επανήλθε εντελώς κατά τα άλλα και συνέχισε να γράφει.
Συνέχισε να συγκεντρώνει υλικό για τα βιβλία του , αφιερώνοντας πολύ χρόνο στα
αρχεία της θρυλικής οικογένειας των Κακαβουλαίων.
Εμείς τον βλέπαμε κάθε
φορά που επισκεπτόμασταν την Αθήνα και έλαμπε το πρόσωπό του από τη χαρά του.
Ελαμπε και αναθυμόμασταν τις όμορφες μέρες που είχαμε μοιραστεί στο Μοντρεάλ
αλλά και στη Νέα Υόρκη.
Ο Αποστόλης και ο Νιόνιος
τον επισκέπτονταν συχνά κάποια απογεύματα και περνούσαν όμορφα. Ο θείος Αλέκος
οργάνωνε κάθε χρόνο μια μεγάλη συνεύρεση με τα ανήψια του όπου μας έφερνε όλους
κοντά να γιορτάσουμε την όμορφη οικογένειά μας, μια παρακαταθήκη που μας άφησαν
όλοι οι Κακαβουλαίοι από τότε που σμίγαμε στο πανηγύρι της Παναγίας στον
Μπαγανάτο, 8 Σεπτέμβρη, καλοθύμητα.
Ο θείος Αλέκος έφυγε
αποχαιρετώντας αυτή την υπέροχη οικογένεια την οποία είχε πάλι προσκαλέσει στη
μεγάλη γιορτή μετά το Πάσχα. Τους αποχαιρέτησε από βιντεοκλήση στο νοσοκομείο
όπου παρέδωσε το πνεύμα του ήρεμος και γαλήνιος, καθώς η βιωτή του υπήρξε πάντοτε
σε αρμονία με τα πιστεύω του.
Λόγιος, σεμνός, δάσκαλος,
καθηγητής πανεπιστημίου, συγγραφέας, πιστός, ευγενής και προπάντων ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ο
Αλέξανδρος Κακαβούλης έφυγε ελεύθερος προς τα ουράνια, όπου τον περίμενε η
γυναίκα του, ο πατέρας του, η μάνα του, τα αδέλφια του και όσα ανήψια του, που βιάστηκαν να πάνε ψηλά ανώρως. 'Ανοιξε τις φτερούγες της προσωπικής του
ελευθερίας και τους αντάμωσε πανηγυρικά μεταφέροντας την οικογενειακή
συνεύρευση στη γειτονιά των αγγέλων.
Μέχρι να ξαναβρεθούμε
όλοι...
Σε αποχαιρετώ λατρεμένε
θείε της καρδιάς μου!
Η ανηψιά σου
Ιουστίνη